- αμετακινητως
- ἀμετακινήτωςἀμετακῑνήτωςнеподвижно
ἀ. ἔχων Arst. — неизменный, непоколебимый
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀ. ἔχων Arst. — неизменный, непоколебимый
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀμετακινήτως — ἀμετακίνητος not to be moved from place to place adverbial ἀμετακίνητος not to be moved from place to place masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετακίνητος — η, ο (Α ἀμετακίνητος, ον) αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερός νεοελλ. νωθρός, δυσκίνητος αρχ. φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετακινῶ] … Dictionary of Greek